Javascript must be enabled to continue!

To Lord Heytesbury

Id: 0606
Category: Letter
Language: English
Archive: The National Archives
Collection: FO: Records created or inherited by the Foreign Office
Reference: FO 65
Folder: FO 65/178 1829
Dispatch date: 31-10-1829
Dispatcher: Earl of Aberdeen (The Right Honorable)
Recipient: Heytesbury (Lord)

Abstract:

Επιστολή Αρ.22 του The Right Honorable Earl of Aberdeen His Majesty’s Principal Secretary of State for Foreign Affairs (Λονδίνο-Foreign Office, 31 Οκτωβρίου 1829) προς τον πρεσβευτή της Βρετανίας στην Αγία Πετρούπολη Lord Heytesbury με την οποία ενημερώνεται για την θέση της Βρετανίας απέναντι στο γεγονός της υπογραφής της Συνθήκης της Αδριανούπολης και στα όσα αυτή περιλαμβάνει. Για το Λονδίνο η Συνθήκη της Αδριανούπολης έρχεται να καταδείξει ότι οι αρχικές προθέσεις της Ρωσίας περί γρήγορου πολέμου, μη διακινδύνευσης της εδαφικής ακεραιότητας της Πύλης και της εξουσίας του σουλτάνου δεν ήταν παρά μία φενάκη. Το Λονδίνο νοιώθει μεγάλη ανησυχία από τις μεγάλες και σημαντικές εδαφικές προσαρτήσεις εις βάρος της Πύλης της Ρωσίας. Σημειώνεται στην επιστολή προς τον Heytesbury ότι η απόκτηση των ασιατικών φρουρίων της Τουρκίας μαζί με τις περιοχές που τα περιβάλλουν εξασφαλίζουν για την Ρωσία μία συνεχή έκταση γης στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ενώ στην ουσία ελέγχει και τις εξελίξεις στην Μικρά Ασία, αλλά και σε Αρμενία και Περσία, με τον φόβο κανείς να μην μπορεί να εμποδίσει την επέκταση της ρωσικής κυριαρχίας προς την Κωνσταντινούπολη και την Τεχεράνη. Για τις περιπτώσεις της Μολδαβίας και της Βλαχίας μπορεί αυτές να είναι υποχρεωμένες σε καταβολή στον σουλτάνο φόρου υποτελείας αλλά καθίστανται ανεξάρτητες από την Πύλη ενώ η Ρωσία αναδεικνύεται σε ελεγκτής της ανεξαρτησίας τους. Από την άλλη η Τουρκία χάνει την δυνατότητα προμήθειας των απαραίτητων για αυτήν αγαθών διατροφής και πρώτων υλών για τα ναυπηγεία της, ενώ οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν αυτές τις περιοχές. Από την άλλη ο Δούναβης περνά πλέον στον απόλυτο έλεγχο της Ρωσίας. Από την άλλη η ανάδειξη των ανεξάρτητων περιοχών της Σερβίας και της Ελλάδας οδηγεί σε μεγαλύτερη ανασφάλεια την περιοχή και την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αναφορά γίνεται στα μεγάλα εμπορικά προνόμια που με την Συνθήκη της Αδριανούπολης θα απολαμβάνουν πλέον οι Ρώσοι υπήκοοι. Για το Λονδίνο το άρθρο 7 της συνθήκης μπορεί να χορηγεί την δυνατότητα ανενόχλητης διέλευσης από τα Στενά του Βοσπόρου για όλα τα εμπορικά πλοία όλων των σημαιών, χωρίς περιορισμούς ως προς την χωρητικότητά τους ή το μέγεθός τους, αλλά από την άλλη η Πύλη χάνει το δικαίωμα του ελέγχου μίας θαλάσσιας περιοχής που της ανήκει, ενώ χάνει και την δυνατότητα να προστατευτεί από μία ξένη στρατιτική ή εσωτερική απειλή. Αυτές οι εξελίξεις δεν μπορούν, τονίζεται στην επιστολή, να περάσουν απαρατήρητες από όλες τις ναυτιλιακές δυνάμεις της Μεσογείου, με δεδομένο ότι πλέον η Συνθήκη της Αδριανούπολης καταδεικνύεται ως καταστροφική για την ίδια την ακεραιότητα και ασφάλεια της Πύλης. Το Λονδίνο θέτει εν συνεχεία το ερώτημα για το πως θα μπορεί να εξεταστεί ο εμπορικός ή στρατιωτικός χαρακτήρας ενός σκάφους. Και σημειώνεται ότι η κατάργηση πλέον του δικαιώματος της Πύλης να ασκεί η ίδια ελέγχους στα σκάφη που περνούν τα Στενά συνιστά αφαίρεση ενός δικαιώματος που κάθε κράτος πρέπει να διαθέτει στα δικά του νερά, αλλά συνιστά και μεγάλη απειλή για την ασφάλειά της. Για το Λονδίνο ο Σουλτάνος πλέον έχει θέσει την εξουσία του στο έλεος της Ρωσίας, περιτριγυρισμένος από νέα κράτη στα πρώην οθωμανικά εδάφη και με τον ευρωπαϊκό πληθυσμό του να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να διεκδικήσει και αυτός την ίδια τύχη με την Ελλάδα και την Σερβία. [observations of His Majesty’s Government upon the Treaty of Peace between Russia and Turkey concluded at Adrianople on the 14th of September, 1829]



The research project is implemented within the framework of the Action “Supporting Postdoctoral Researchers» of the Operational Program "Education and Lifelong Learning" (Action’s Beneficiary: General Secretariat for Research and Technology), and is co-financed by the European Social Fund (ESF) and the Greek State.