Javascript must be enabled to continue!

E. M. Ward, Sir Alexander Malet, Consuls Daniel Bayley, James and William Yeames, Francis Kienitz

Id: 0075
Category: Letter
Language: English
Archive: The National Archives - Foreign Office
Collection: FO: Records created or inherited by the Foreign Office
Reference: FO 65
Folder: FO 65/150 1825
Dispatch date: 01-07-1825
Dispatcher: Yeames James (Mr.)
Recipient: Canning George (The Most Noble)

Abstract:

•    Επιστολή του προξένου της Βρετανίας στην Οδησσό James Yeames (Οδησσός, 1 Ιουλίου 1825) προς τον The Most Noble George Canning His Majesty’s Principal Secretary of State for Foreign Affairs στο Λονδίνο με την οποία αναφέρεται στην προσπάθειά του να αντιδράσει στην απόφαση της ρωσικής κυβέρνησης περί αποκλεισμού (και) των Βρετανών από τα προνόμια και τις ασυλίες που απολάμβαναν οι άποικοι της Οδησσού (settlers). Αυτά τα προνόμια (με κυριότερο την εξαίρεση από την πληρωμή ενός φόρου προς το στέμμα) είχαν δοθεί από την Αικατερίνη το 1793 και επιβεβαιώθηκαν από τον Αλέξανδρο το 1802, και η συγκεκριμένη αναφορά έκανε λόγο για προνόμια που αφορούσαν στους ξένους (foreigners) αλλά και τους Ρώσους υπήκοους (Russian subjects). Και τα προνόμια δόθηκαν με σκοπό την υποστήριξη και ενίσχυση του εμπορίου και την προσέλκυση πληθυσμών στην περιοχή αυτή. Σύμφωνα με αυτό το αυτοκρατορικό διάταγμα (ουκάζιο) η τοπική κυβέρνηση επέτρεψε την εγκατάσταση στην Οδησσό ξένων, ως εμπόρων (merchants or tradesmen) με τους ίδιους όρους που ίσχυαν και για τους Ρώσους υπηκόους και σε ό,τι αφορά τα προαναφερθέντα προνόμια. Όμως ο Yeames κλήθηκε να χειριστεί μία υπόθεση που ήρθε να αναιρέσει αυτήν την πραγματικότητα που ίσχυε και ζήτησε μάλιστα και οδηγίες από την Βρετανικη πρεσβεία στην Πετρούπολη. Ο Yeames σημειώνει πως σε αρκετούς Βρετανούς εμπόρους που έχουν εγκατασταθεί εδώ και καιρό στην Οδησσό τα προαναφερθέντα προνόμια σταμάτησαν να ισχύουν και τους ζητήθηκε, με διαταγή από το Υπουργείο των Οικονομικών, να πληρώσουν αναδρομικά μεγάλα χρηματικά ποσά που προέρχονταν από την φορολογία της γκίλντας (guild) τους. Ο Yeames ζητά να εξεταστεί σοβαρά το ζήτημα με δεδομένη και την αυστηροποήση της εμπορικής νομοθεσίας της Ρωσίας κατά την τελευταία περίοδο. Και σημειώνει πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Βρετανοί έμποροι δεν υφίστανται μόνο στο λιμάνι της Οδησσού
Αναφέρεται ο Yeames, συγκεκριμένα, στην περίπτωση του Mr. Carruthers, ο οποίος ήταν Βρετανός έμπορος, ευυπόληπτος και ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Οδησσό πριν λίγα χρόνια. Ο Carruthers ίδρυσε την επιχείρησή του με σκοπό να αγοράζει μαλλί και να το εξάγει στην Αγγλία, μία επιχειρηματική δραστηριότητα την οποία εκτελούσε μέχρι τώρα χωρίς την παραμικρή ενόχληση, και μάλιστα οι τοπικές αρχές τον ενίσχυαν σε αυτό του το έργο καθώς θεωρούσαν πως βοηθούσε σημαντικά την περιοχή της Οδησσού. Οι χρηματικές του υποχρεώσεις και οι εκκρεμείς λογαριασμοί του δεν ήταν ποτέ πιο μεγάλοι από όσο τον περασμένο Απρίλιο, όταν και του ζητήθηκε τελείως ξαφνικά και επιτακτικά να γίνει Ρώσος υπήκοος, κάτι που ήταν απαραίτητο εάν ήθελε να συνεχίσει την επιχειρηματική του δράση. Όμως ο Carruthers ως Άγγλος ήταν αδύνατον να δεχτεί να ορκιστεί πίστη στον τσάρο. Και το αποτέλεσμα της άρνησης του θα ήταν η οικονομική του καταστροφή. Και βέβαια και οι υιοί του Carruthers που μέχρι τώρα ενεργούσαν ως πράκτορές του όφειλαν να γίνουν Ρώσοι υπήκοοι για να μπορέσουν να συνεχίσουν την δραστηριότητά τους.
Για τον Yeames αυτές οι δυσμενείς νέες πραγματικότητες οφείλονταν στις ιδιαίτερες συνθήκες που ίσχυαν στην περιοχή της Νέας Ρωσίας. Ο Yeames γράφει πως η καλή τύχη και ανάπτυξη αυτής της περιοχής οφειλόταν εν πολλοίς στο γεγονός πως δεν είχαν προσελκύσει μεγάλη προσοχή από την πλευρά των υπουργών της Αγίας Πετρούπολης. Και το γεγονός πως την εξουσία την ασκούσε ο Γενικός Διοικητής (General Governor), οι προσωπικοί περιορισμοί (personal restrictions) δεν είχαν ισχύ στην Νέα Ρωσία, και όλοι οι εγκατεστημένοι στην περιοχή ασκούσαν ανενόχλητοι την δραστηριότητά τους προς όφελος και της Ρωσίας. Όμως η μεγέθυνση της ισχύος και σημασίας της Νέας Ρωσίας προκάλεσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της κεντρικής εξουσίας και παρά τις ενστάσεις του Γενικού Διοικητή η κατάσταση άλλαξε προς το χειρότερο, με μεγάλους περιορισμούς.
Ο Yeames σημειώνει πως όσοι εγκαταστάθηκαν στην Οδησσό βιώνουν την αυστηρότητα του νέου συστήματος και βρίσκονται σε πολύ χειρότερη θέση από ό,τι οι ξένοι σε άλλες περιοχές της Ρωσίας που φορολογούνται ως Ρώσοι έμποροι της πρώτης γκίλντας, ενώ στην Οδησσό οι ξένοι υποχρεούνται να καταβάλλουν τέσσερις φορές περισσότερο φόρο σε σχέση με όσους επιλέγουν να γίνουν Ρώσοι υπήκοοι, πέραν και του γεγονότος των μεγάλων δυσκολιών που οι ξενοι έμποροι αντιμετωπίζουν κατά την δραστηριότητά τους στην Ρωσία. Ο Yeames τονίζει με έμφαση το υψηλό ποσό της φορολογίας και τονίζει πως επρόκειτο για αποφαση ενός υπουργείου – πιθανώς βασισμένη στο μανιφέστο περί οργάνωσης του εμπορίου του 1807 – και όχι για απόφαση τσαρική, καθόσον γνωρίζει ο ίδιος.
Ο Yeames σημειώνει πως υπάρχει μία προσπάθεια της ρωσικής κυβέρνησης να καθορίσει με σαφήνεια την κατηγοριοποίηση των ξένων εμπόρων (classification) και να θέσει μεγάλους περιορισμούς στην δραστηριότητα των ξένων εμπόρων, περιορισμοί που φαίνεται πως προέρχονται από (α) τα όσα ορίζει το μανιφέστο της 1ης Ιανουαρίου 1807 περί εμπορίου, (β) το αυτοκρατορικό διάταγμα (ουκάζιο) περί πληρεξουσίου της 31ης Ιανουαρίου 1821 και (γ) στο μανιφέστο της 14ης Νοεμβρίου 1824. Με τον όρο ξένος (foreigner) ο Yeames εννοεί το πρόσωπο που διατηρεί την εθνική του ταυτότητα-χαρακτήρα (national character), και το οποίο όταν διαβιώνει στην Ρωσία ως έμπορος περιγράφεται στην ρωσική νομοθεσία ως «φιλοξενούμενος» (guest), και όχι όσους έχουν δώσει όρκος πίστης στον τσάρο.
Ο Yeames σημειώνει πως στόχος της Ρωσίας είναι να θέσει μεγάλα εμπόδια στην δραστηριοποίηση αυτών των προσώπων – των ξένων (foreigners) – σε σχέση με τους Ρώσους εμπόρους. Τους ξενους τους υποχρεώνουν να περιορίσουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες – με μικρές εξαιρέσεις – στις συνοριακές πόλεις (frontier towns), όπου και εγγράφεται στους καταλόγους και κατοικεί• τους απαγορεύουν να ασκήσουν λιανικό εμπόριο (retail trade) • τους υποχρεώνουν να έχουν συναλλαγές με συγκεκριμένες ρωσικές τάξεις (Russian classes)• απαγορεύεται ρητώς να εκτελούνται αγορές, πωλήσεις ή εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ δύο ξένων-φιλοξενούμενων (guests)• και επίσης αυτό που μοιάζει κατά τον Yeames πιο σοβαρό είναι το γεγονός πως δεν επιτρέπεται σε έναν ξενο-φιλοξενούμενο (guest) σε καμμία περίπτωση να προχωρήσει σε μεταπώληση ρωσικών αγαθών ούτε ακόμα και στις περιπτώσεις καταστροφής ή άλλων απροβλεπτων ατυχημάτων, όπως (το ορίζει και ο νόμος άλλωστε) η μη άφιξη του σκάφους που είχε αναλάβει την εξαγωγή του προϊόντος. Κατά τον Yeames όλοι αυτοί οι περιορισμοί αναγκάζουν πολλούς ξένους-φιλοξενούμενους (guests) να επιλέγουν να γίνουν Ρώσοι υπήκοοι για να μπορέσουν να συνεχίσουν την δραστηριότητά τους και να μην καταστραφούν. Και βέβαια ακόμα και όσοι επιλέγουν τον όρκο στον τσάρο δεν γνωρίζουν ποια θα είναι τα πραγματικά τους προνόμια και στο μέλλον. Και ο Yeames τονίζει πως μπορεί όποιος καταβάλει τον φόρο της γκίλντας να μπορεί να δραστηριοποιείται ελεύθερα, αλλά στην περίπτωση που κάτι συμβεί και δεν μπορέσει να πληρώσει κάποια στιγμή τον φόρο, τότε μετατρέπεται σε δουλοπάροικος της πόλης (town serf), αποστερούμενος των πολιτικών του δικαιωμάτων, συχνά υποβάλλεται σε σύντομες ποινές μαστιγώματος, ενώ υπάρχει και η πιθανότητα να γίνει και ένας απλός στρατιώτης.
Αυτές είναι – τονίζει ο Yeames – οι καταστάσεις και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τώρα οι περισσότερες βρετανικές εμπορικές επιχειρήσεις στην Αγία Πετρούπολη αλλά και στην Οδησσό και αλλού. Και σημειώνει πόσο δύσκολο είναι για τους Βρετανούς και την υπόληψή της να φτάνουν σε αυτό το σημείο.
Για τον Yeames ίσως η απάντηση για αυτήν την αντιμετώπιση των Βρετανών εμπόρων να δίνεται από το μανιφέστο περί εμπορίου του 1807, μία εποχή που δεν ανανεώθηκαν οι αγγλο-ρωσικές εμπορικές συνθήκες και υπήρχε ένα κλίμα έντασης μεταξύ των δύο μερών. Όμως αυτή η πραγματικότητα των διακρίσεων που επιβάλλονται στους ξενους που δραστηριοποιούνται στην Ρωσία και κυρίως των Βρετανών δεν συνάδει με τις καλές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ Βρετανίας και Ρωσίας. Και τονίζει πως μία τέτοια αντιμετώπιση των Βρετανών εμπόρων δεν συνάδει ούτε με τα συμφέροντα της ίδιας της Ρωσίας, καθώς οι Βρετανοί είναι οι κύριοι εξαγωγείς της ρωσικής παραγωγής και τα κεφάλαιά τους ενισχύουν την ρωσική οικονομία. Για τον Yeames αυτό που συμβαίνει στην Ρωσία με τους περιορισμούς στην εμπορική δραστηριότητα των ξένων εμπόρων δεν έχει όμοιό του στην Ευρώπη.
Για τον Yeames μάλλον ευσταθεί η θέση πως αυτά τα μέτρα περί προσωπικών περιορισμών (personal restrictions) οφείλονται στην προσπάθεια της Ρωσίας – στο πλαίσιο μίας πολιτικής οικονομίας – να ενισχύσει το εμπόριό της. Για τον ίδιο φαίνεται πως ισχύει η έλλειψη γνώσης του τρόπου άσκσησης εμπορικών συναλλαγών από τους αδιαφώτιστους Ρώσους εμπόρους (unenlightened native traders) και πως η απόφαση από την ρωσική κυβέρνηση να θέσει περιορισμούς στο εμπόριο των ξένων οδηγεί εν τέλει σε μη ύπαρξη ανταγωνισμού, παρακίνησης και άρα ανάπτυξης του ρωσικού εμπορίου. Για τον Yeames είναι δεδομένη η ανεπάρκεια των Ρώσων εμπόρων και κυρίως ως προς την ικανότητά τους να διεξάγουν εμπόριο με το εξωτερικό, το οποίο μέχρι σήμερα διεξάγεται αποκλειστικά από ξένους που έχουν εγκατασταθεί στην Ρωσία. Για τον Yeames υπάρχει μία σαφής πολιτισμική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση της Ρωσίας και χαρατηριστικά είναι τα όσα ισχύουν για τις εμπορικές της τάξεις, οι οποίες αντί να αναπτυχθούν – κατά τον ίδιον – έχουν παρουσσάσει μάλλον ανικανότητα προόδου. Η έλλειψη παιδείας, γνώσεων, η άγνοιά τους, η υπεροψία τους, η ανηθικότητά τους μπορεί να θεωρηθούν οι λόγοι της αδυναμίας τους να ασχοληθούν με το εξωτερικό εμπόριο, να γίνουν τραπεζίτες κτλ.
Για τον Yeames η υπάρχουσα, επίσης, κατηγοριοποίηση των Ρώσων σε τάξεις, οδηγεί σε αυτήν την οπισθοδρόμηση. Και μάλιστα τονίζει πως από τους περιορισμούς που θέτει το εμπορικο μανιφέστο του 1807 ίσως πηγάζει και το γεγονός πως οι Ρώσοι θεωρούν πως το να γίνουν ακόμα και υπάλληλοι σε ένα γραφείο είναι προτιμότερο από το να αναδειχθούν σε έναν πλούσιο έμπορο.
Ο Yeames τονίζει πως είναι κυρίως στην Οδησσό και εν γένει στην Μαύρη Θάλασσα που ισχύει η προκατάληψη εναντίον των ξένων εμπόρων, καθώς οι ντόπιοι δεν ασχολούνται ούτε ως ενδιάμεσοι όπως αντιθέτως ισχύει στις βόρειες ρωσικές επαρχίες. Και επανέρχεται στο παράδειγμα του Carruthers, για τον οποίον τονίζει πως καθώς δεν υπάρχουν Ρώσοι να ασχοληθούν με την τροφοδοσία του με τα προϊόντα της περιοχής, ο ίδιος και οι πράκτορές του είναι αναγκασμένοι να κάνουν οι ίδιοι αυτήν την εργασία. Έτσι πρέπει ο ίδιος να εμπλακεί από την ώρα που γίνεται το κούρεμα του μαλλιού στο μαντρί, μέχρι να σταλεί έξω από την χώρα.
Εν συνεχεία ο Yeames αναφέρεται στο ουκάζιο – αυτοκρατορικό διάταγμα του 1821 που αφορά στην υποχρέωση όλων των προσώπων που ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με το εμπόριο να πληρώνουν φόρο για τις γκίλντες (guild taxes) ή που μπορούσαν να αποφύγουν τον φόρο μέσω άλλων υποκαταστατών, και το διάταγμα ήρθε σε μία προσπάθεια να περιοριστεί η δυνατότητα των ξένων να εμπορεύονται παρανόμως στο όνομα ενός ρώσου πράκτορα αντ’ αυτού. Το ουκάζιο – αυτοκρατορικό διάταγμα του 1824 τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου και εν συνεχεία ανεστάλη η ισχύς του λόγω των προβλημάτων στην εφαρμογή του με αναμενόμενη νέα ημερομηνία ισχύς από τον Νοέμβριο του 1825. Το ουκάζιο του 1824 ερχόταν να ενισχύσει τους προσωπικούς περιορισμούς (personal restrictions) που είχε θέσει το μανιφέστο του 1807, και καθιέρωνε μία νέα λεπτομερή κατηγοριοποίηση σε: έμπορο (merchant), έμπορο εσωτερικού (hometrader), μεταφορέα (carrier), βιοτέχνη (tradesman) και τον μηχανικό (mechanic) και έφτανε μέχρι τον αγρότη (peasant), που κατασκευάζει και πουλά τα χρειώδη. Επίσης, καθόριζε μέχρι και την εσωτερική λειτουργία λογιστηρίων και των εργαστηρίων, μαγαζιών εμπορικών κτλ. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει μεγάλη αναστάτωση και πολλά καταστήματα να κλείσουν από την αστυνομία, με την Οδησσό να μετρά 300 καταστήματα κλειστά. Και συχνά οι ξένοι βρέθηκαν με μεγάλα οικονομικά προβλήματα, καθώς υποχρεώνονταν να δουλεύουν κατά παραγγελία και όχι με έκθεση προϊόντων και πώληση – αναφορά στο παράδειγμα ενός εμπόρου από το Ανόβερο.
Στην επιστολή του ο Yeames επισυνάπτει και επιστολή τριών Βρετανών εμπόρων από την Χερσώνα – Attwood, Lander, Moberly – με ημερομηνία 2/14 Φεβρουαρίου 1825. Με την επιστολή τους οι Βρετανοί έμποροι αναφέρονται στην απόφαση της 21ης Αυγούστου 1824 με την οποία κλήθηκαν να πληρώσουν επιπλέον χρηματικά ποσά που ανέρχονταν σε 13.782 ρούβλια ως καθηστερούμενες οφειλές από το γεγονός πως ήταν εγγεγραμμένοι στην τάξη των ξένων (class of guests). Τονίζουν πως ναι μεν η πληρωμή είναι νόμιμη με βάση τους νόμους της Ρωσίας, αλλά την  θεωρούν άδικη. Επικοινώνησαν την αντίδρασή τους στον Γενικό Κυβερνήτη Κόμη Βοροντόφ (Count Woronzow – Governor General) ζητώντας του χρόνο για να ενημερώσουν σχετικώς την βρετανική πρεσβεία στην Πετρούπολη, αίτημα που έγινε δεκτό από τον Κυβερνήτη. Και ακολουθεί η περιγραφή της περίπτωσής τους, ως εμπόρων με έδρα την Οδησσό.
[Respecting the general condition of British subjects trading in the Empire of Russia, as effected by the existing laws of Personal Restrictions – Copies to Board of Trade]
[Letter from Messrs. Attwood, Lander and Moberly to Mr. Yeames respecting a claim made against them by the Russian Government for arrears of Guild taxes – February 2/14 1825 – copy]



The research project is implemented within the framework of the Action “Supporting Postdoctoral Researchers» of the Operational Program "Education and Lifelong Learning" (Action’s Beneficiary: General Secretariat for Research and Technology), and is co-financed by the European Social Fund (ESF) and the Greek State.