Javascript must be enabled to continue!

General Campbell, etc., and various.

Id: 0832
Subject: International
Category: Report
Language: English
Archive: The National Archives
Collection: FO: Records created or inherited by the Foreign Office
Reference: FO 42
Folder: FO 42/16 1815-1816
Page range:19-40
Dispatch date: 03-01-1815
Dispatcher: Φορέστης Γεώργιος (Grand Vizier)
Recipient: Cooke Edward (Sir)
Tags: International     

Abstract:

Αναφορά περί της οικονομικής και πολιτικής και γεωγραφικής κατάστασης των Επτανήσων από τον Γεώργιο Φορέστη (3 Ιανουαρίου 1815) προς τον Cooke, με τίτλο: The Seven Islands drawn up by Mr. George Foresti at the Request of Mr. Cooke delivered Jan. 3. 1815. Η αναφορά του Φορέστη περιλαμβάνει στοιχεία που αφορούν την έκταση της περιφέρειας του κάθε νησιού:

Κέρκυρα 140 ιταλικά μίλια,

Κεφαλονιά 180,

Ζάκυνθος 60,

Αγία Μαύρα 60,

Κύθηρα 60,

Ιθάκη 30,

Παξοί 20.

Ακολούθως ο Γεώργιος Φορέστης αναφέρεται στα πληθυσμιακά δεδομένα των Επτανήσων που ανέρχεται σε 220.000 κατοίκους:

Κέρκυρα 70000,

Κεφαλονιά 70.000,

Ζάκυνθος 40.000,

Αγία Μαύρα 18.000,

Ιθάκη/Κύθηρα και Παξοί 22.000.

Επίσης αναφέρεται και στα νησιά Φανός και Κάλαμος, αλλά και στην Πάργα που ανήκει διοικητικά στην Κέρκυρα και έχει έναν πληθυσμό της τάξης των 5.000 κατοίκων.

Σχετικά με την αγροτική παραγωγή των νησιών σημειώνει πως το κυριότερο προϊόν είναι η σταφίδα και το ελαιόλαδο. Οι σταφίδες καλλιεργούνται κυρίως στην Ζάκυνθο, την Ιθάκη και την Κεφαλονιά, απ΄όπου, υπολογίζεται πως περίπου 12 εκατομμύρια λίβρες (pounds) εξάγονται κάθε χρόνο σε ξένες αγορές, στην Ολλανδία, στην Γερμανία, αλλά κυρίως στην Αγγλία. Η εξαγωγή του ελαιολάδου πραγματοποιείται κάθε δύο χρόνι, περίπου 200.000 βενετικά βαρέλια και η εξαγωγές διαμορφώνονται ανά νησί ως εξής:

Από την Ζάκυνθο: 40.000 βαρέλια

Από την Κέρκυρα: 120.000 βαρέλια

Από τους Παξούς: 20.000 βαρέλια

Από την Κεφαλονιά: 10.000 βαρέλια

Από την Λευκάδα: 10.000 βαρέλια.

Σύνολο 200.000

Τα Κύθηρα και η Ιθάκη παράγουν ελαιόλαδο που αρκεί για τις δικές τους ανάγκες. Το ελαιόλαδο μέχρι πρότινος προοριζόνταν για τις ιταλικές αγορές, κυρίως, για την Βενετία, αλλά πλέον μία σημαντική ποσότητα κατευθύνεται στην Αγγλία. Η Κεφαλονιά κάθε χρόνο εξάγει μία ποσότητα περί τις 200.000 λίβρες (pounds) βάμβακος. Σε δύο νησιά υπάρχουν αρκετές σαπονοποιΐες, ίδιας ποιότητας με αυτήν στα Χανιά, και μεγάλες ποσότητες από αυτά τα σαπούνια εξάγονται ετησίως προς τις τουρκικές και ιταλικές αγορές. Επίσης, στα νησιά παράγονται και άλλα προϊόντα, όπως αλάτι, μέλι, γλυκόριζα και βελανίδια, και ένα μέρος της παραγωγής αυτών των προϊόντων εξάγεται. Εκτός από αυτά τα προϊόντα που αναφέρθηκαν όλα τα υπόλοιπα τα αναγκαία για την διαβίωση των Επτανησίων εισάγονται.

Τα νησιά παράγουν και κρασί, ικανό να καλύψει μόνο την εσωτερική τους κατανάλωση, αλλά καθώς η ποιότητά του είναι ιδιαιτέρως καλή, μία ποσότητα εξάγεται, ενώ άλλα κρασιά πιο χαμηλής ποιότητας για καθημερινή χρήση εισάγονται από την Ιταλία και τις ακτές της Αδριατικής. Ο Φορέστης σημειώνει πως δεν παράγεται περισσότερο σιτάρι από όσο αρκεί για τις εσωτερικές τους ανάγκες για μία περίοδο μέγιστο τεσσάρων με πέντε μηνών. Το σιτάρι τους το προμηθεύονται από τις απέναντι τουρκικές ακτές, ιδίως όταν έχει σταματήσει η επικοινωνία δια θαλάσσης με την Μαύρη Θάλασσα, την Αίγυπτο ή με τις ιταλικές ακτές. Βόδια και καυσόξυλα προμηθεύονται σχεδόν αποκλειστικά απί τις τουρκικές περιοχές.

Σχετικά με τις προσόδους των νησιών, ο Φορέστης σημειώνει πως την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας αυτές ανέρχονταν σε περίπου 300.000 ισπανικά δολλάρια ανά έτος, αλλά οι πρόσοδοι αυξηθηκαν σημαντικά κατά το τελευταίο έτος. Τα έσοδα προέρχονται κυρίως από τους δασμούς που έχουν επιβληθεί στην εξαγωγή του ελαιολάδου, και της σταφίδας, καθώς και από την ενοικίαση των αλυκών των νησιών.

Ως προς το νησί της Λευκάδας, ο Φορέστη σημειώνει πως εκεί υπάρχει ένα μεγάλο δάσος από βελανιδιές, ξυλεία που είναι αναγκαία για την ναυπήγηση σκαφών. Και στην Κεφαλονιά υπήρχαν ένα μεγάλα δάη από βελανιδιές, αλλά η μεγάλη φωτιά του 1782 τα κατέστρεψε σε σημαντικό βαθμό, αλλά σχετικά εύκολα αποκαθίστανται οι καμένες εκτάσεις.

Η Κέρκυρα, οι Παξοί, η Λευκάδα, η Ιθάκη και η Κεφαλονιά διαθέτουν μεγάλα και ασφαλή λιμάνια. Η Ζάκυνθος και τα Κύθηρα διαθέτουν λιμάνια μόνο για μικρά σκάφη. Τα Επτάνησα την εποχή της Ιονικής Δημοκρατίας (Επτάνησος Πολιτεία) διέθεταν 300 εμπορικά σκάφη, τα οποία έπλεαν υπό την σημαία της Δημοκρατίας και περίπου 20 με 30 μικρά πλοία μπορούσαν να εξοπλιστούν οποιαδήποτε στιγμή. Επίσης τα νησιά μπορούσαν επίσης να συγκεντρώσουν από δύο έως και τρεις χιλιάδες ναύτες για δημόσια ανάγκη. [The islands under the Republick, possessed three hundred merchant vessels, that navigated under the Republican Flag, and They could arm, at any Time, from Twenty to thirty small Vessels – They could also furnish, conveniently, from two to three thousand sailors, for public service.]

Ακολουθούν πληροφορίες για την κατάσταση των θρησκευτικών πραγμάτων στα νησιά, με την επισήμανση της κυρίαρχης παρουσίας της ορθόδοξης εκκλησίας και την εξάρτηση των νησιών από την θρησκευτική εξουσία του Πατριάρχη.

Σχετικώς με την πολιτική κατάσταση και ιστορία των νησιών ο Φορέστης σημειώνει: Στα 1797 οι Γάλλοι αμέσως μετά αφότου κατέλαβαν την Βενετία έστειλαν ένα σώμα από εκεί και κατέλαβαν τα Επτάνησα και τις κτήσεις τους σε Πρέβεζα, Βόνιτσα, Πάργα και Βουθρωτό, που βρίσκονται στην απέναντι τουρκική ακτή. Τις νέες τους κτήσεις οι Γάλλοι τις ενσωμάτωσαν στην Εντεύθεν των Αλπεων Δημοκρατία. Στα 1799 τα νησιά και τα προσαρτήματά τους απελευθερώθηκαν από την γαλλική εξουσία, από τις ενωμένες δυνάμεις της Ρωσίας και της Τουρκίας (Οι ρωσικές δυνάμεις σε αυτές τις επιχειρήσεις έδρασαν ως βοηθητικές των τουρκικών). Με μία συμφωνία/σύμβαση μεταξύ αυτών των δύο δυνάμεων, που υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1800, τα Επτάνησα απέκτησαν την δική τους κυβέρνηση με την υποχρέωση καταβολής φόρου υποτέλειας στην Πύλη, με τον τίτλο της Δημοκρατίας των Επτά Ηνωμένων Νησιών [Republic of the Seven United Islands]. Τα τέσσερα πρώην βενετικά προσαρτήματα της Πρέβεζας, της Βόνιτσας, της Πάργας, και του Βουθρωτού μετατράπηκαν σε επαρχία της Τουρκίας, αλλά με συγκεκριμένους όρους οι περιοχές αυτές διατήρησαν την ένωσή τους με τα Επτάνησα. Πιο συγκεκριμένα οι κάτοικοι αυτών των περιοχών είχαν την δυνατότηα να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, πως δεν όφειλαν να πληρώνουν τίποτε περισσότερο στην Πύλη παρά μόνο ό,τι πλήρωναν άλλοτε στην Βενετία, πως θα διατηρούσαν τα ήθη και τα έθιμά τους, την άσκηση της δικαστικής εξουσίας επί των υποθέσεών τους, θα είχαν την ασφάλεια της ιδιοκτησίας και όλα θα παρέμεναν ίδια όπως στην εποχή της βενετικής κυριαρχίας, ενώ θα μπορούσε σε αυτές τις περιοχές να υπάρχει ένας εκπρόσωπος της Πύλης αλλά ο βαθμός του, ο χαρακτήρας του και ο τόπος της κατοικίας του θα βρίσκονταν υπό την έγκριση της Επτανησιακής Δημοκρατίας.

Με την διαμεσολάβηση της Ρωσίας η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης αναγνωρίσθηκε και τέθηκε υπό την εγγύηση από τις διάφορες δυνάμεις που συμμετείχαν στην Συνθήκη της Αμιένης και έτσι η Δημοκρατία συγκροτήθηκε με βάση το πνεύμα της συνθήκης αυτής. Οι νησιώτες όμως δυσανασχετώντας με την επιρροή της Τουρκίας και ίσως με την βοήθεια ρώσων πρακτόρων, εξεγέρθηκαν εναντίον της Πύλης. Η τοπική κυβέρνηση αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση ζήτησε την στρατιωτική βοήθεια της Ρωσίας. Δύο ρωσικά συντάγματα, που βρίσκονταν στην Νάπολη, πέρασαν στην Κέρκυρα και βρέθηκαν να πληρώνονται από την ιονική δημοκρατία. Με αυτόν τον τρόπο αποκαταστάθηκε η ηρεμία στα νησιά και διαμορφώθηκε μία νέα τάξη πραγμάτων για τους αυτόχθονες.

Η Ρωσία κατά την διάρκεια των πολέμων της με την Γαλλία και την Τουρκία ενίσχυσε σημαντικά την στρατιωτική της παρουσία στα νησιά και η Κέρκυρα αναδείχτηκε σε σημείο αναφοράς και σταθμό για τις ρωσικές ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Από εκεί η Ρωσία οργάνωνε τις επιχειρήσεις της εναντίον των Γάλλων στην Νάπολη και στην Αδριατική, αλλά και εναντίον της Τουρκίας στην Ελλάδα και στο Αρχιπέλαγος.

Η Πύλη κατά την ίδια περίοδο και παραβιάζοντας τις συνθήκες της Σύμβασης του Μαρτίου του 1800 και με πρόκληση από τον στρατηγό Sebastiani στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε την άδεια στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων να καταλάβει τις τέσσερις πρώην ενετικές κτήσεις, κάτι που ο τελευταίος έπραξε με την εξαίρεση της Πάργας, οι οποίοι και έλαβαν την βοήθεια και προστασία της Κέρκυρας. [1806]

Εν συνεχεία ο Φορέστης αναφέρεται στην εσωτερική πολιτική και διοικητική διοργάνωση των Επτανήσων, με αναφορά στο νομοθετικό τους σώμα, στην Γερουσία, στην δικαστική εξουσία, αλλά και στην διοικητική διοργάνωση ενός εκάστου νησιού.

Ο Φορέστης συνεχίζει με την αναφορά του και επισημαίνει πως με την Συνθήλη του Τιλσίτ τα πράγματα άλλαξαν και πάλι στα νησιά. Η Ρωσία παραχώρησε στην Γαλλία την προστασία των νησιών και η ρωσική φρουρά αντικαταστάθηκε από την γαλλική. Έτσι τα νησιά μαζί με τα ηπειρωτικά του εξαρτήματα βρέθηκαν να ανήκουν στην Γαλλική Αυτοκρατορία. Ένας αυτοκρατορικός επίτροπος καθόριζε τα της διοίκησης των νησιών αν και τυπικά ευρισκόμενο σε ισχύ το σύνταγμα της Πολιτείας των Επτανήσων. Το 1809 η Μεγάλη Βρετανία μετά την πρόσκληση των κατοίκων κατέλαβε στρατιωτικά τα νησιά της Ζακύνθου, της Κεφαλονιάς, της Ιθάκης, των Κυθήρων και της Λευκάδας, και τους απέδωσε εκ νέου την επτανησιακή σημαία τους. Επίσης η Βρετανία διακήρυξε προς τους κατοίκους των νησιών πως πλέον τα νησιά επανέκτησαν την ανεξαρτησία τους, και σε κάθε νησί ορίστηκε μία τοπική κυβέρνηση πενταμελής, με επικεφαλής έναν βρετανό αξιωματούχο. Όμως η Πύλη αντέδρασε στην προοπτική οι Επτανήσιοι να επανακτήσουν την σημαία της Πολιτείας τους και δεν θέλησε να αναγνωρίσει το ανασυσταθέν κράτος τους και έτσι αποφάσισε να μην δέχεται στα λιμάνια της τα επτανησιακά πλοία τα οποία θα είχαν υψωμένη την επτανησιακή σημαία. Για αυτόν τον λόγο η Μεγάλη Βρετανία έδωσε την άδεια στους Επτανησίους να κάνουν χρήση στα σκάφη τους της βρετανικής σημαίας. Τέλος επισημαίνει ο Φορέστης πως η Βρετανία όρισε κι έναν βρετανό πολιτικό επίτροπο στα νησιά για να αναλάβει τον έλεγχο και την διοίκηση των υποθέσεων τους.

Ο Φορέστης συνεχίζει την αναφορά του με μία παρουσίαση της σημασίας των νησιών, επισημαίνοντας, πως τα Επτάνησα είναι σημαντικά, τόσο από στρατιωτική, όσο και από πολιτική και εμπορική άποψη. Για τον Φορέστη μεγάλη αξία δίνουν στα νησιά τα ισχυρά τους φρούρια, η εγγύτητά τους με την Τουρκία, οι στενές τους σχέσεις με την Ελλάδα, αλλά και η δυνατότητα που τα νησιά παρέχουν για να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε σχέδια έναντι της Τουρκίας. Με δεδομένο πως η Κέρκυρα συνιστά το κλειδί της Αδριατικής, η πρώτη ελέγχει την ναυσιπλοΐα και το εμπόριο της τελευταίας τόσο με τις περιοχές του Λεβάντε όσο και της Μεσογείου.

Ο Φορέστης επισημαίνει πως η μεν Ρωσία ξόδευσε περί τα 30 εκατομμύρια ρούβλια και η Γαλλία πάνω από 5 εκατομμύρια λίβρες για να ενισχύσουν την άμυνα της Κέρκυρας και των άλλων νησιών του Ιονίου. Έτσι, και χάρη σε αυτές τους τις θυσίες φαίνεται πως και πάλι επιδιώκουν να αυξήσουν την επιρροή τους πάνω στα Επτάνησα.

Έχοντας παρουσιάσει την κατάσταση των Επτανήσων ο Φορέστης προχωρά και στην έκθεση των θέσεων και σκέψεών του για το μέλλον και την τύχη των Επτανήσων, έτσι ώστε να διασφαλιστούν τόσο τα συμφέροντα των νησιών όσο και να διασφαλιστούν και τα συμφέροντα της Ευρώπης. Τονίζει ο Φορέστης πως η θέση των περισσοτέρων δυνάμεων στην Ευρώπη κινείται προς την κατεύθυνση της διασφάλισης της ακεραιότητας της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεωρούν πως τα Ιόνια Νησιά θα πρέπει να οδηγούν στην διασφάλιση αυτού του στόχου.

Ασχέτως υπό ποιο καθεστώς τα νησιά θα βρεθούν, είναι ξεκάθαρο, τονίζει ο Φορέστης, πως λόγω της κατάστασής τους και της σχετικής τους αδυναμίας, πως απαιτείται η παρουσία μίας ισχυρής και σεβαστής στρατιωτικής δύναμης σε αυτά για να επισκευαστούν τα φρούρια, για να διασφαλιστεί η εσωτερική τους ηρεμία αλλά και για να υπάρξει μία ισχυρή προστασία από πιθανές εξωτερικές απειλές. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις τα νησιά δεν θα μπορέσουν να αποτελέσουν παρά μόνο ένα κατ’ όνομα κράτος, χωρίς δυνατότητα να αυτοάμυνας και προστασίας απέναντι στις βλέψεις ξένων δυνάμεων. Ως εκ τούτου, είναι προφανέςς πως τα νησιά δεν δύνανται να δοθούν ως αντιστάθμισμα σε μία δευτεύουσας ισχύος δύναμη. Και τονίζει ο Φορέστης πως σε περίπτωση που τα νησιά δοθούν στο Τάγμα της Μάλτας, τότε τα Επτάνησα δεν θα μπορέσουν να σταθούν για πολύ ως κρατική οντότητα, με δεδομένο πως υπάρχει μία στενή σχέση με την ορθόδοξη θρησκεία αλλά και με την Ελλάδα και τους Έλληνες. Η εγγύτητα των νησιών με τις τουρκικές αλλά και με τις ιταλικές ακτές, η ευκολία για μία απόβαση από αυτές τις περιοχές στα Επτάνησα, η μεγάλη ισχύς του Αλή Πασά που έχει καταλάβει ήδη τις πάλαι ποτέ ηπειρωτικές βενετικές κτήσεις και η πιθανότητα μίας περαιτέρω ενίσχυσης του Αλή Πασά και της Πύλης όλα συγκλίνουν στην άποψη πως τα νησια θα πρέπει να βρεθούν υπό την εξουσία ή υπό την προστασία μίας μεγάλης δύναμης.

Η Αγγλία, επισημαίνει ο Φορέστης, χάρη στην ναυτική της υπεροχή λόγω της κατοχής της Μάλτας και λόγω των σχέσεών της με την Τουρκία είναι σε θέση να παρέχει την επιζητούμενη ασφάλεια στα Επτάνησα είτε διατηρώντας τα υπό την κυριαρχία της, είτε επαναφέροντάς τα στο προηγούμενο καθεστώς τους, αυτό της Επτανήσου Πολιτείας, μόνο που αυτήν την φορά θα ήταν η ίδια άμεσος προστάτης και εγγυητής των νησιών. Από την άλλη, γράφει ο Φορέστης, πως η Αυστρία λόγω και της παρουσίας της στην Αδριατική θα μπορούσε να διεκδικήσει μερίδιο προστασίας στα νησιά. Όμως εάν μερίδιο στην προστασία ζητήσουν τόσο η Ρωσία όσο και η Γαλλία λόγω της προηγούμενης παρουσίας τους στα νησιά, τότε κρίνεται ως χρήσιμο να συμμετέχει και η Τουρκία. Φυσικά, όπως επισημαίνει ο Γεώργιος Φορέστης, η Αγγλία σε αυτήν την κοινή προστασία θα έχει την πρώτη θέση και τον πρώτο λόγο χάρη στο γεγονός της κατάληψης των Επτανήσων από την ίδια, αλλά και από την ανάγκη της συνέχισης της παρουσίας βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά μέχρις ότου η Ιονική Δημοκρατία θα είναι σε θέση να οργανώσει η ίδια μία δύναμη. Από την άλλη επισημαίνει πως η ισχυρή παρουσία της Βρετανίας στα νησιά είναι απαραίτητη καθώς είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να καταστήσει το καθεστώς της προστασίας επί των νησιών ωφέλιμο για τα τελευταία.

Εν συνεχεία ο Φορέστης αναφέρεται σε επτά βήματα που πρέπει να γίνουν για να καταστεί η προστασία των Επτανήσων ωφέλιμη. Το πρώτο (α) που τονίζει είναι η ανάγκη οι συμμαχικές δυνάμεις να αναγνωρίσουν την Επτανησιακή Δημοκρατία ως ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο και ουδέτερο κράτος, υπό την κοινή προστασία της Αγγλίας και της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Τουρκίας υπό προϋποθέσεις. Το δεύτερο που επισημαίνει ο Φορέστης (β) είναι η ανάγκη το σύνταγμα της Επτανησιακής Δημοκρατίας να είναι το ίδιο που ίσχυε πριν από την Συνθήκη του Τιλσίτ, και να υπάρχει η δυνατότητα για τροποποιήσεις όπου αυτές είναι χρήσιμες. Το τρίτο (γ) που πρέπει να γίνει είναι να παραμείνει στα νησιά μία βρετανική φρουρά της τάξης των 2.000 ανδρών για μία συγκεκριμένη περίοδο ή μέχρι η Δημοκρατία να είναι σε θέση η ίδια να συγκροτήσει από αυτόχθονες μία στρατιωτική δύναμη. Το τέταρτο (δ) βήμα που κατά τον Φορέστη πρέπει να υπάρξει, είναι η Επτανησιακή Δημοκρατία να διαθέτει, όπως και πριν την Συνθήκη του Τιλσίτ, τηςν δική της σημαία, τους πληρεξούσιούς της και τους πράκτορές της στις αυλές των συμμαχικών δυνάμεων. Το πέμπτο (ε) βήμα που πρέπει να υπάρξει είναι η συζήτηση για το καθεστώς των πρώην βενετικών κτήσεων σε Πρέβεζα, Βόνιτσα, Πάργα και Βουθρωτό, με τον Φορέστη να τονίζει πως αυτές οι περιοχές θα πρέπει είτε να αποδοθούν στα Επτάνησα, είτε να λάβουν εκ νέου το καθεστώς που είχαν από την Σύμβαση του 1800 είτε να δοθούν στον Αλή Πασά. Το έκτο (στ) βήμα αφορά την Πάργα για την οποία ο Φορέστης τονίζει πως θα πρέπει να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις, να παραμείνει στον έλεγχο της Επτανησιακής Δημοκρατίας, είτε ως κράτος-σύμμαχος είτε τιθέμενη υπό την προστασία των Επτανήσων. Το έβδομο (ζ) τέλος βήμα αφορά στην Επτανησιακή σημαία, την οποία θα πρέπει να αναλάβει η Πύλη, με την διαμεσολάβηση της Μεγάλης Βρετανίας και των εγγυητριών δυνάμεων, να πείσει τα κράτης της βόρειας Αφρικής να την αναγνωρίσουν και να την προστατεύουν.



The research project is implemented within the framework of the Action “Supporting Postdoctoral Researchers» of the Operational Program "Education and Lifelong Learning" (Action’s Beneficiary: General Secretariat for Research and Technology), and is co-financed by the European Social Fund (ESF) and the Greek State.