Earl Cathcart and Lord Walpole
Abstract:Επιστολή Αρ.11 του γραμματέα της Βρετανικής πρεσβείας στην Αγία Πετρούπολη και πληρεξούσιου υπουργού (minister plenipotentiary) Lord Walpole (Secretary of Embassy) (Αγία Πετρούπολη, 20 Απριλίου 1815) προς τον Robert Stewart, Viscount Castlereagh Foreign Secretary στο Λονδίνο με την οποία τον ενημερώνει για τις απόψεις του περί των λόγων που έχουν οδηγήσει την Ρωσία στο να εφαρμόσει αυτήν την εμπορική πολιτική έναντι των ξένων εμπόρων. Ο Walpole σημειώνει πως το μανιφέστο του 1807 στην ουσία αποτέλεσε πλήγμα εναντίον των Βρετανών εμπόρων και κεφαλαιούχων, με μικρές επιπτώσεις στους υπόλοιπους ξένους εμπόρους όπως τους Γερμανούς, οι οποίοι λόγω των συνθηκών της τότε εποχής είχαν άνεση να δεχτούν να γίνουν Ρώσοι υπήκοοι και να εμπορεύονται χωρίς περιορισμούς. Για τον Walpole η πολιτική του Ρομαντσώφ [Count Romanzoff] αποσκοπούσε στην ιδιοποίηση των κεφαλαίων των Βρετανών εμπόρων με την επιλογή των τελευταίων να γίνουν Ρώσοι υπήκοοι είτε μέσω των φόρων που θα τους επιβάλλονταν ακόμα και αν δεν επέλεγαν να γίνουν Ρώσοι υπήκοοι. Όμως κατά τον Walpole συνέβη το ακριβώς αντίθετο, καθώς οι βρετανικοί εμπορικοί οίκοι διατήρησαν έναν επίτροπο στην Ρωσία για να εκτελεί τις εμπορικές δραστηριότητες και όλοι οι τόκοι των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνταν στην Ρωσία δεν παρέμεναν στην χώρα αλλά στέλνονταν στην Βρετανία. Μάλιστα τονίζει και το γεγονός ότι δεν εφαρμόστηκαν όλες οι διατάξεις του μανιφέστου με παράδειγμα αυτό της μη επιβολής φόρου επί του κεφαλαίου μίας εμπορικής επιχείρησης σε όλους τους εταίρους. Μολονότι μπορεί να μην εφαρμόζονται αυστηρά οι διατάξεις του μανιφέστου του 1807, εντούτοις σημειώνει ο Walpole αυτό παραμένει τροχοπέδη στην ανάπτυξη του εμπορίου. Για τον τελευταίο είναι ανάγκη η αγγλο-ρωσική εμπορική συνθήκη που έληξε τον Μάρτιο του 1807 να αποτελέσει και την βάση για την οποιαδήποτε νέα εμπορική ρύθμιση των σχέσεων των δύο χωρών. Το πρώτο ζήτημα είναι να σταματήσει η υποχρέωση των Βρετανών να εντάσσονται ως ξένοι επισκέπτες σε γκίλντα και να καταβάλουν φόρους επί τους κεφαλαίου τους με την Δούμα να νομοθετεί κατά το δοκούν την φορολόγηση. Αυτή η αλλαγή θα απελευθερώσει τους Βρετανούς από την υποχρέωση της εγγραφής σε γκίλντα και επίσης από την υποχρέωση της πληρωμής φόρου προκαταβολικά για τρία έτη όταν θελήσουν να εγκαταλείψουν την χώρα ή την γκίλντα τους. Ο Walpole σημειώνει και άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Βρετανοί έμποροι όταν θελήσουν να φύγουν από την χώρα, δυσκολίες που έχουν να κάνουν με το γεγονός των συχνά αυθαίρετων νομικών απαιτήσεων που εγείρουν έναντι των ξένων εμπόρων οι αρχές των ρωσικών πόλεων. Έτσι συχνά καλείται ο Βρετανός έμπορος όταν θέλει να εγκαταλείψει την Ρωσία να εγκαταλείπει και τα κεφάλαιά του αλλά και να πληρώνει και ένα 10% φόρο επί του κεφαλαίου του έτσι ώστε να του δοθεί η άδεια αναχώρησης. Αναφορά κάνει ο Walpole και στις απαγορεύσεις που τίθενται στους Βρετανούς να εγκατασταθούν οπουδήποτε αλλού εκτός των λιμανιών της Ρωσίας, αλλά και των απαγορεύσεων να εμπορεύονται οι ίδιοι στην ενδοχώρα ή για το γεγονός πως σε περίπτωση θανάτου η εκτέλεση της διαθήκης υπόκειται στην ρωσική νομοθεσία, ενώ αναφορά γίνεται και για την ανάγκη να επιτραπεί στους Βρετανούς να διενεργούν χονδρικό εμπόριο με Ρώσους εμπόρους κάθε τάξης χωρίς εμπόδια. Επίσης, ο Walpole σημειώνει τις δυσκολίες που θέτει η νέα νομοθεσία για την εξαγωγή ινών καννάβεως που δεν προστατεύει τους Βρετανούς εμπόρους από τις εξαπατήσεις των Ρώσων πωλητών. Τέλος, τονίζει πως η διευθέτηση του ζητήματος μίας νέας αγλο-ρωσικής εμπορικής συνθήκης [new commercial treaty] θα πρέπει να ακολουθηθεί από την διευθέτηση και του ζητήματος του δασμολογίου [new tariff] με τους Βρετανούς να μην θέλουν μία ιδιαίτερη μεταχείριση, αλλά απλώς να τεθούν στο ίδιο νομικό – εμπορικό καθεστώς με τους ανταγωνιστές τους. Συγκεκριμένα γράφει ο Walpole: […] It is now unnecessary for me to detail to your Lordship the reasons which originated and strengthened the present commercial policy of Russia and produced the manifest of 1807, the ground works of her code in regard to foreign merchants. Though apparently applicable to all nations in general, its effects bore only upon British subjects, their competitors were for the most part Germans, men of no capital, generally of bad character, and from the political circumstances of the time, attached to no country, eager to embrace the character of Russian subjects, if the monopoly accruing to them thereby was guaranteed by such regulations as should effectually preclude the old established British Houses here from any participation in their profits. Besides an irritated feeling of jealousy against Great Britain, the principal object proposed by Count Romanzoff seems to have been the acquisition of the foreign Capital employed in commerce with this country by foreign merchants to become Russian subjects or to retire from any interference in the trade except under all the hardships and unjust taxes to be imposed upon the foreign guest [entering corresponding guild]. […] |